- τσίτωμα
- τό1) натягивание, растягивание; напряжение (мускулатуры и т. п.); 2) перен. перенапряжение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσίτωμα — το, ατος 1. ένταση, τέντωμα, τεζάρισμα, καργάρισμα: Τσίτωμα του σκοινιού. 2. μτφ., υπερένταση των δυνάμεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίτωμα — το, Ν βλ. τσήτωμα … Dictionary of Greek
καργάρισμα — το [καργάρω] 1. υπερπλήρωση, υπερχείλιση, παραγέμισμα, ξεχείλισμα 2. υπερφόρτωση, παραφόρτωμα 3. υπερένταση, τέντωμα, τσίτωμα 4. σφίξιμο, δυνατή περίσφιγξη, μάγγωμα … Dictionary of Greek
κόρδωμα — το [κορδώνω] 1. τέντωμα, τσίτωμα, τεζάρισμα 2. υπερήφανο και αγέρωχο βάδισμα ή παράστημα, καμάρωμα, έπαρση, υπεροψία … Dictionary of Greek
παρατέντωμα — το [παρατεντώνω] υπερβολικό τέντωμα, μεγάλο τσίτωμα … Dictionary of Greek
τέντωμα — το, Ν [τεντώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεντώνω, τάνυσμα, τσίτωμα («το τέντωμα τού σχοινιού») 2. ξεδίπλωμα («το τέντωμα τού πανιού») 3. μτφ. διάπλατο άνοιγμα («τέντωμα τής θύρας») … Dictionary of Greek
τσήτωμα — και τσίτωμα, το, Ν [τσητώνω / τσιτώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσητώνω … Dictionary of Greek
τάνυσμα — το ατος.1. τέντωμα, τσίτωμα: Το πρωί όλο τάνυσμα είναι. 2. σφίξιμο κατά την αποπάτηση ή τη γέννα. 3. ένταση προσπάθειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέντωμα — το, ατος 1. το ξεδίπλωμα: Τέντωμα του υφάσματος. 2. τσίτωμα, τεζάρισμα: Τέντωμα του σκοινιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)